ἁρμασίδουπος

ἁρμασίδουπος
ἁρμᾰσίδουπος [ῐ], ον,
A sounding in the chariot, Pi.Fr.17.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αρμασίδουπος — ἁρμασίδουπος, ον (Α) αυτός που τρέχει θορυβωδώς με το άρμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρμασι (τ. τοπικής πληθ.) + δούπος «θόρυβος»] …   Dictionary of Greek

  • ἁρμασίδουπος — sounding in the chariot masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”